- συλλαμβάνω
- συλλαμβάνωcollectpres subj act 1st sgσυλλαμβάνωcollectpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλαμβάνω — συλλαμβάνω, συνέλαβα βλ. πίν. 165 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
ξυλλαμβάνῃ — συλλαμβάνω collect pres subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαμβάνετε — συλλαμβάνω collect pres imperat act 2nd pl συλλαμβάνω collect pres ind act 2nd pl συλλαμβάνω collect imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαμβάνῃ — συλλαμβάνω collect pres subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνειλημμένα — συλλαμβάνω collect perf part mp neut nom/voc/acc pl συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω collect perf part mp fem nom/voc/acc dual συνειλημμένᾱ , συλλαμβάνω collect perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλλαβόντων — συλλαμβάνω collect aor part act masc/neut gen pl συλλαμβάνω collect aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλλαμβανόντων — συλλαμβάνω collect pres part act masc/neut gen pl συλλαμβάνω collect pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλλαμβάνει — συλλαμβάνω collect pres ind mp 2nd sg συλλαμβάνω collect pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)